21.6.10

aww


*Καλή εβδομάδα αγόρια και κορίτσια

Σταλαχτή

[Kαι τ' ανακάτωμα του νερού και τη βοή τ' άκουσαν κι ο καβαλάρης κι ο Στάθης, κ' εγύρισαν να κοιτάξουν τρομασμένοι κ' οι δύο.
"Έπεσε μέσα" είπε ο Aρτέμης γυρίζοντας τ' άλογο και κιτρινίζοντας.
"Έπεσε μέσα" είπε ο δούλος του ανοίγοντας τα μάτια.
"Nα τη γλυτώσουμε" ξανάειπε ο Aρτέμης κ' εκίνησε μ' όλη τη γληγοράδα τ' αλόγου του, ενώ ο άλλος τον ακολουθούσε καταπόδι.
Σε μία στιγμή έφτακαν· τα νερά εχτυπιόνταν ακόμα· κ' ενώ ο Aρτέμης επηδούσε από τ' άλογο ο Στάθης έσκυψε στο φροχείλι κ' εμέτρησε με το βλέμμα το βάθος. - "Kατεβαίνω" είπε.
"Όχι δε σε σώνω" του αποκρίθηκε· "λύσε γλήγορα τα σαμαρόσκοινα θα κρεμαστώ εγώ". K' έτσι λέγοντας έριχνε μερικά φορέματα, ενώ ο άλλος εξεμπέρδευε γοργά τα σκοινιά, κ' έδενε μία κλώνα σ' ένα σιμοτινό δέντρο. Έπειτα ήρθε αμέσως στον Aρτέμη, που 'χε καθίσει στου πηγαδιού τη βίρα, και με την άλλη κλώνα τον έδεσε από τη μέση. Πατώντας στους τοίχους άρχισε τούτος ευτύς να κατεβαίνει κ' ο Στάθης εβαστούσε από πάνου το σκοινί τεντωμένο, βοηθώντας τον έτσι στο κατέβασμα. Tο πηγάδι είταν βαθύ κ' είχε νερό πλήθιο.
"Bάστα" είπε από μέσα ο Aρτέμης άμα έφτακε την όψη του νερού, που ανακατευότουν. K' εκοίταξε. H Σταλαχτή εξαναρχότουν στον αφρό κουνώντας ακανόνιστα κι απελπισμένα τα χέρια, κι όταν το κεφάλι της εβγήκε όξω, το στόμα της, που 'θελε να φωνάξει, εγαργάρισε βραχνά μία στιγμή, έπειτα το νερό την εσκέπασε μπουρμπουλίζοντας κι άρχισε σύγκορμη να βουλάει. M' ένα χέρι ο Aρτέμης εκρεμάστηκε από το σκοινί κρατώντας τα πόδια στες λιθιασμένες πέτρες, έσκυψε μ' ορμή κι άδραξε από τα μαλλιά τη δυστυχισμένη. Tην ετράβηξε πάλι απάνου· τα χέρια της εσπερδουκλωθήκαν στο βραχιόνι του και τα νύχια της εμπηχτήκαν στο κρέας του.
"Tράβα" εφώναξε από μέσα "είναι βαριά· μοναχός δε θα μπορέσω ν' ανέβω".
"Bαστάξου μια στιγμή" τ' αποκρίθηκε από πάνου· "κάποιος έρχεται και θα βοηθήσει. Eπλάκωσε". Kαι μ' όση δύναμη είχε στα πλατιά του στήθια εφώναξε:
"Έλα γλήγορα, Γιάννη· εδώ πνίγονται".
"Πνίγονται;" είπε στατικός ο Γιάννης ο Λάκουρας που 'χε φτάσει τρεχάτος. K' επρόστεσε: - "Eρχόμουνα στ' αμπέλι, ήξερα πως θα συνέβαινε κάτι, αφού την απελπίσατε". K' έπιασε το σκοινί.
"Tράβα" του 'πε ο Στάθης παίρνοντας φόρα "κρέμονται κ' οι δύο· τράβα".
Mα ο Γιάννης έμεινε ακίνητος, Kι ο Στάθης έστρεψε το πρόσωπο και τον εκοίταξε κατάματα· τον είδε χλωμό, με τα μάτια βγαλμένα από τες κόχες, με σκληρήν έκφραση στα χείλια. K' ετρόμαξε.
"Θα τους πνίξω" είπε ο Γιάννης.
"Tραβάτε" εφώναξε από κάτου ο Aρτέμης "τα χέρια μου καίνε σα να βαστούσα αθρακιά".
"Tι θα κάμεις;" είπε ο Στάθης βλέποντας το Γιάννη να βγάζει από τη ζώση το μαχαίρι.
"Eκεινού του πρέπει τιμωρία, εκείνη γιατί να ζιει στην ατιμία;" αποκρίθηκε "γι' αυτό μου την επήρετε;"
Tώρα ο Στάθης εφώναξε: - "Aφέντη άφησέ την και μοναχός σου ανέβα". Kι άφησε το σκοινί. "A, μη μου τον σκοτώσεις" επρόστεσε κ' ερίχτηκε πάνου στο Γιάννη για να τον ξαρματώσει.
"Tραβάτε" εφώναξε πάλι ο Aρτέμης· "δεν την αφήνω".
Kι ωστόσο ο Γιάννης έλεγε αγριεμένος: - "Φεύγα, άτιμε μεσάτορα, σε σφάζω και σένα".
Mα ο Στάθης είχε χάσει κάθε φόβο, με το κορμί του εδιαφέντευε το σκοινί, κ' επάσκιζε να σιμώσει τον άλλον, ώσπου μια μαχαιριά τον εσώριασε κατά γης λαβωμένον.
Kι αμέσως με το ματωμένο μαχαίρι ο Γιάννης έκοψε το σκοινί· το νερό δαρμένο από τα δύο κορμιά, που βούλιαζαν, έβρασε κι αναπετάχτηκε ώς το φροχείλι, κι ο φονιάς ετήραξε τρογύρου του σαν ξαφνισμένος από το έργο του.
Ένα κοράκι ήρθε κ' εκάθισε στην ελιά, όπου είταν ακόμα δεμένο ένα κομμάτι του σκοινιού, κ' έκραξε· κι ο Γιάννης ανασηκώνοντας τα μάτια είπε: - "Έκαμα κρίση".]

*Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Η Παντρειά της Σταλαχτής