21.3.11

της ποίησης



Mάνα μ’, σγουρός βασιλικός,
πλατύφυλλος και δροσερός.
Mάνα μου, ποιος τον πότιζε,
και ποιος τον κορφολόιζε;
Πέταξε κλώνους και κλωνιά
και σκέπασε τη γειτονιά,
και σκέπασε και μένανε,
που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε.


(Δημοτικό)